- φύρακες
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφροί».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί φύζακεςἔλαφοι (βλ. και λ. φυζακινός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… … Dictionary of Greek